- Πεδιακοι
- Πεδιακοίοἱ Arst. = Πεδιεῖς См. Πεδιεις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πεδιείς — Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, κοντά στον βοιωτικό Κηφισό. Την είχε πυρπολήσει ο Ξέρξης στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Π. ήταν και η ονομασία του κόμματος των μεγάλων γαιοκτημόνων στην Αττική που ζούσαν στην περιοχή του Κηφισσού. Το… … Dictionary of Greek
διάκριοι — (Α) 1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα 2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής… … Dictionary of Greek
πεδιακός — ή, όν, Α [πεδίον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν βιβλίο απογραφής τών αγρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί οι κάτοικοι τής πεδινής Αττικής οι… … Dictionary of Greek